Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΟΧΑΝ, ΕΙΣΑΙ ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΣ!

Γιόχαν, είσαι αναίσθητος!
- Γιόχαν! Γιόχαν! Έλα γρήγορα έξω!
- Άσε με ήσυχο! Τώρα πίνω τον καφέ μου και μόλις άνοιξα την εφημερίδα μου.
- Βρε έλα γρήγορα έξω και θα δεις!
« Ρε γαμώτο αυτή η γυναίκα. Πάντα υπερβολική. Με το παραμικρό πανικοβάλλεται. Ποιος ξέρει τι έγινε πάλι. Κανένα σκαθάρι θα είδε στον κήπο και έβαλε αμέσως τις φωνές. Θα τα ακούσει πρωί πρωί μου φαίνεται».
Ο Γιόχαν σηκώθηκε βαριεστημένα και κίνησε προς την πόρτα. Με αργές και νωχελικές κινήσεις τράβηξε τον σύρτη και την άνοιξε. Στάθηκε για λίγο στην εξώπορτα για να γευτεί το μαγιάτικο ήλιο, ανακλαρίστηκε με μεγαλοπρέπεια και φώναξε στη γυναίκα του.
– Έλα, εδώ είμαι, τι θες; Ελπίζω να μη με ξεσήκωσες για ψύλλου πήδημα… Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του τη διέκρινε ανάμεσα σ’ ένα κλοιό ανθρώπων και δύο αστυνομικούς – ναι, καλά είδε – να ουρλιάζει και να χειρονομεί απειλητικά προς την κατεύθυνση μιας άλλης γυναίκας. Προχώρησε περισσότερο για να διακρίνει το πρόσωπο της άγνωστης γυναίκας, που τελικά δεν του ήταν καθόλου άγνωστη. Ήταν η Ασπασία, η νέα τους γειτόνισσα, που είχε μετακομίσει εδώ και δύο μήνες περίπου στη διπλανή κατοικία, μαζί με τον άνδρα της και τα δυο τους παιδιά.
«Τι να γινε άραγε;» αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα. Στο λίγο χρονικό διάστημα που τους γνωρίζω δεν έχουν δώσει κανένα δικαίωμα. Ίσα ίσα, φαίνονται σοβαροί, ευγενικοί, αξιοπρεπείς, ολίγον ξενέρωτοι και κρυόκωλοι βέβαια, αλλά πάντοτε διακριτικοί…τυπικοί Έλληνες! Το μόνο που θα μπορούσες να τους προσάψεις είναι η τυπολατρία και ο προγραμματισμός τους».
Μ’ αυτές τις σκέψεις δεν κατάλαβε καν για πότε έφτασε κοντά στη Φρίντα, τη γυναίκα του, και πως, σε ανύποπτο χρόνο, έγινε μέρος του προβλήματος. Από τις άναρθρες κραυγές της Φρίντας, αλλά και από τα σχόλια των γειτόνων και μη που είχαν μαζευτεί –σιγά μην έχαναν την ευκαιρία- μέσες άκρες κατάλαβε γρήγορα τι είχε περίπου συμβεί.
Η Φρίντα, αν και Κυριακή πρωί, είχε αφήσει μια σακούλα απορριμμάτων στη γωνία του πεζοδρομίου, κάτω ακριβώς από την κρεβατοκάμαρα της ελληνίδας γειτόνισσάς της. Θεώρησε απόλυτα φυσιολογικό να ξεφορτωθεί τα περισσευούμενα σκουπίδια –είχε βλέπεις κόσμο χθες στο σπίτι, και τα σκουπίδια ήταν πολλά, πού να τα βάλει μέχρι τη Δευτέρα όλα που θα περνούσε το απορριμματοφόρο του δήμου- και δεν είχε άλλη λύση από το να τα βγάλει στο δρόμο. Για κακή της τύχη, όμως, υπήρχε συγκεκριμένο μέρος να τα αφήσει κανείς. Και δεν ήταν άλλο από το πεζοδρόμιο της γειτόνισσας. Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν γρήγορα μια δυσάρεστη τροπή, όταν το πρωινό μαγιάτικο αεράκι έφερε τις «ευχάριστες οσμές» απευθείας στην κρεβατοκάμαρα των ελλήνων γειτόνων τους. Η Ασπασία έγινε έξω φρενών, και, παρά τις αντιρρήσεις του άνδρα της, δεν έχασε καιρό και κάλεσε την αστυνομία.
Τα υπόλοιπα ο Γιόχαν τα έβλεπε μπροστά του. Πλήθος περιέργων, φωνές, αντεγκλήσεις, απειλές…
Πάντως, με την παροιμιώδη ψυχραιμία του –αναισθησία κατά τη γυναίκα του- προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα και να συμβιβάσει κάπως τα πράγματα. Φαίνεται μάλιστα προς στιγμήν πως τα κατάφερε, αφού η γυναίκα του σταμάτησε τα ουρλιαχτά και οι περίεργοι τα σχόλια, και δράττοντας την ευκαιρία απευθύνθηκε στους δύο αστυνομικούς.
« Σας ζητώ συγγνώμη εκ μέρους της γυναίκας μου. Σίγουρα δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε. Ίσως δεν το σκέφτηκε καλά, είμαι βέβαιος πως το έκανε άθελά της. Είμαι μάλιστα πρόθυμος να πληρώσω το πρόστιμο, να ζητήσω συγγνώμη και από την κυρία Ασπασία…παρακαλώ το συμβάν να θεωρηθεί λήξαν».
Τι το θελε ο άμοιρος; Πριν προλάβει καν να ολοκληρώσει, η μπόρα πήρε πλέον τον ίδιο. Το τι άκουσε από τη γυναίκα του δεν περιγράφεται! Αυτό, όμως, ήταν το λιγότερο! Όλοι οι γείτονες είχαν πάρει το μέρος της. Τι ρουφιάνα την ανεβάζανε την Ασπασία, τι ακοινώνητη, τι ξιπασμένη, τι… Αλλά και για τον ίδιο τα ειρωνικά σχόλια και οι χαρακτηρισμοί δεν ήταν και λίγα. Μα να παίρνει το μέρος μιας «καταδότριας»; Πού ακούστηκε αυτό; Άσε που τους είχε θυμίσει άλλες εποχές –και δεν έχασαν την ευκαιρία να το επισημάνουν- εποχές αντίστασης και αγώνα, όπου τέτοιοι άνθρωποι σαν την απέναντι, την Ασπασία, συνεργάζονταν με τους κατακτητές και ρουφιάνευαν αγνούς πατριώτες! Είχαν δώσει ήδη εθνική διάσταση στο θέμα και ο Γιόχαν πήρε στα μάτια τους τη μορφή του χειρότερου προδότη. Μα πού ακούστηκε αυτό, να παίρνει το μέρος μιας ρουφιάνας;
Μέσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα αποδοκιμασιών και σαρκαστικών σχολίων ο Γιόχαν σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταζε έναν έναν απορημένος, με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Έβλεπε πλέον καθαρά στα μάτια τους το μίσος και την περιφρόνηση. Ενώ είχε προσπαθήσει να διευθετήσει το ζήτημα, βρέθηκε ο ίδιος στη θέση του κατηγορουμένου. Άσε και το τι θα άκουγε αργότερα ο ίδιος από τη γυναίκα του, όταν θα έμεναν μόνοι τους στο σπίτι. Άραγε, θα του το συγχωρούσε αυτό κάποτε;
Ξαφνικά έλαμψε κάτι στο μυαλό του. Οι δύο αστυνομικοί! Ναι! Τα όργανα της τάξης! Ήταν σίγουρα η μόνη αλλά και σίγουρα ισχυρή του ελπίδα. « Ε, αυτοί φυσικά θα έπαιρναν το μέρος μου! Γι’ αυτό και είχαν έρθει άλλωστε» σκέφτηκε. Όμως, δεν τόλμησε, δεν πρόλαβε καν να τους μιλήσει. Μόλις γύρισε να τους κοιτάξει, είδε στο πρόσωπό τους την αποδοκιμασία και την περιφρόνηση, ενώ ταυτόχρονα δέχονταν και τις παρατηρήσεις τους σαν μαχαιριά στην καρδιά:
« Καλά, είναι δυνατόν, κύριε, να ενοχλεί ο καθένας την αστυνομία δια ασήμαντον αφορμή; Πώς θα επιτελέσει η αστυνομία το υψηλό της έργο, αν χάνει το χρόνο της σε ανούσιες υποθέσεις εξαιτίας της ιδιοτροπίας κάποιων ανθρώπων; Και σεις; Ωραίος σύζυγος! Δεν ντρέπεστε να μην παίρνετε το μέρος της γυναίκας σας;»
Αυτή ήταν η χαριστική βολή –έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Ένιωσε τον κόσμο να χάνεται γύρω του. Άρχισε να ιδρώνει και να του κόβεται η ανάσα. Αισθανόταν από στιγμή σε στιγμή πως θα λιποθυμήσει. Ίσως έτσι να γλίτωνε κιόλας! Πού, όμως, τέτοια τύχη! Μήπως θα τον άφηναν οι άλλοι; Όχι, βέβαια! Τη σκυτάλη άλλωστε ήδη είχε πάρει ο δεύτερος αστυνομικός.
«Ζητήσατε συγγνώμη εκ μέρους της γυναίκας σας; Απ’ αυτήν πρέπει πρώτα να τη ζητήσετε, αλλά και απ’ όλους γύρω σας για την ακατανόητη και συνάμα εξοργιστική στάση σας! Θα πρεπε να ντρέπεστε!»
Ε, αυτό ήταν. Δεν άντεχε άλλο. Μάζεψε όσες δυνάμεις και όσο θάρρος του είχε απομείνει, χαμήλωσε το κεφάλι, και έφυγε σαν βρεγμένη γάτα για το σπίτι του εν μέσω αποδοκιμασιών και χλευασμών. Τα δευτερόλεπτα για να φτάσει ως την εξώπορτα του φάνηκαν ώρες. Τελικά τα κατάφερε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και στάθηκε όρθιος πίσω της προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. «Λες, πράγματι, να έχω εγώ το άδικο; Μήπως υπερέβαλα εαυτόν στην προσπάθειά μου να συμβιβάσω τα πράγματα; Αφού και την αστυνομία, που έχει μάλιστα την υποχρέωση να εφαρμόζει το νόμο, την είχα απέναντί μου, δεν μπορεί, μάλλον εγώ πρέπει να κάνω λάθος. Και η Φρίντα; Πώς με κοίταζε έτσι; Έχω ν’ ακούσω… Θα ρίξει όλες τις ευθύνες πάνω μου! Την εξέθεσα βλέπεις στη γειτονιά… Όχι! Τι είναι αυτά που σκέφτομαι! Αυτή τα ξεκίνησε όλα. Αυτή έβγαλε τα σκουπίδια λάθος μέρα. Αυτή προκάλεσε την αντίδραση της Ασπασίας. Εντάξει, ίσως κι αυτή να φάνηκε υπερβολική με το να καλέσει την αστυνομία. Αλλά είναι και συνηθισμένη αλλιώς! Στην πατρίδα της, την Ελλάδα, η στάση της αυτή θα θεωρούνταν όχι μόνο φυσιολογική αλλά και επιβεβλημένη από τα πράγματα. Εκεί δεν είναι παίξε γέλασε. Ο νόμος είναι νόμος! Η αυθαιρεσία πληρώνεται. Δεν μπορεί να κάνει ο καθένας να ό,τι θέλει και να βγαίνει μετά και από πάνω. Κόσμος, ναι, και εκεί θα μαζευόταν. Αλλά όχι από περιέργεια, όχι για να μετατρέψουν το δίκαιο σε άδικο, να επιδοκιμάσουν τον φταίχτη και να χλευάσουν τον καταγγέλλοντα. Αυτά μόνο στη δική μου χώρα, που θέλει να λέγεται και ανεπτυγμένη, γίνονται!»
Ναι, τα βλεπε πλέον όλα καθαρά! Τι κι αν αυτός τα βλεπε μόνο έτσι; Αυτό ήταν το σωστό πέρα από κάθε αμφιβολία! Κι οι αστυνομικοί; Κι αυτοί, όχι μόνο είχαν άδικο, αλλά δεν εφάρμοσαν και το νόμο.
Το πήρε απόφαση. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ανασύνταξε τις δυνάμεις του, γύρισε, άνοιξε την πόρτα, και με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση πλέον προχώρησε προς το πλήθος. Πλησίασε, κοντοστάθηκε για λίγο, κοίταξε τη γυναίκα του με κατανόηση αλλά και με τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, σαν να της έλεγε «λυπάμαι, αγάπη μου, δεν γίνεται αλλιώς», και με μια κίνηση γεμάτη σιγουριά την άρπαξε από το χέρι και κίνησε να φύγει. Γύρισε, όμως, και προς τους δύο αστυνομικούς –που κοίταζαν πλέον αποσβολωμένοι- και τους είπε σε αυστηρό ύφος: «Κύριοι, σας κάλεσαν εδώ για να κάνετε τη δουλειά σας, να εφαρμόσετε δηλαδή το νόμο. Εσείς παραβιάζετε τους νόμους και αυθαιρετείτε! Αν δεν αλλάξετε στάση, θα σας καταγγείλω στους ανωτέρους σας για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων σας!» Και απευθυνόμενος προς το πλήθος φώναξε: «Κι εσείς! Μην με κοιτάτε απορημένοι. Γυρίστε στα σπίτια σας και σκεφτείτε πραγματικά! Τι θέλουμε; Μια Γερμανία χωρίς νόμους; Ένα κράτος χωρίς δομές; Πολίτες χωρίς συνείδηση; Γι’ αυτό και τόσα χρόνια δεν μπορούμε να ορθοποδήσουμε ως έθνος. Γι’ αυτό και θα μαστε μια ζωή μπανανία που ο καθένας θα κάνει και θα λέει ό,τι θέλει χωρίς έλεγχο, χωρίς φραγμούς, και με την ανοχή μάλιστα των αρχών του κράτους. Η κυρία Ασπασία από τη μικρή Ελλάδα μας έδωσε ένα μάθημα. Όποιος το πήρε το πήρε…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου